Εργασία του κ. Παπανικολάου (πρόεδρος του τοπικού τμήματος της σπηλαιολογικής
εταιρείας Ελλάδος) για το σπήλαιο που βρίσκεται στην παραλία Τραουνού.
Το σπήλαιο βρίσκεται στους νότιους πρόποδες του λόγου του
Ερημόκαστρου ή Τραουνού, στο Βόρειο άκρο της μεγάλης παραλίας του όρμου
Αφάντου. Η είσοδός του απέχει 5-6
μέτρα από τη θάλασσα, βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την
υπόλοιπη παραλία και είναι περίπου τριγωνική, με ύψος 5 μέτρα και πλάτος 6 μέτρα . Το δάπεδο του
σπηλαίου καλύπτεται από κροκάλες και κατακλύζεται συχνά από κύματα που
μεταβάλλουν τη μορφολογία του, στερώντας έτσι την ακρίβεια από τους
υψομετρικούς υπολογισμούς. Πολλοί αναφέρουν ότι θυμούνται, σε περιόδους που η
θάλασσα τραβούσε τα χαλίκια του δαπέδου, να υπήρχε πέρασμα προς το σπήλαιο
Νεώσοικος 2 στην ανατολική πλευρά.
Η παραπάνω ονομασία είναι αυθαίρετη, καθώς δεν αναφέρεται
από τους ντόπιους κάποια ιδιαίτερη ονομασία. Υπολείμματα κονιάματος σε αρκετά
σημεία της εισόδου δείχνουν ότι κάποτε (μάλλον επί ιταλοκρατίας) επιχειρήθηκε
το φράξιμο ή ο περιορισμός της. Μεταξύ των άλλων πιθανολογείται η χρήση της ως
«ταρσανά» για τη φύλαξη βαρκών. Άλλωστε ο ορμίσκος υπήρξε αρχαίο λιμάνι ίσως
και από τα Μυκηναϊκά ακόμη χρόνια. Ο αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Φωτίου θεωρεί τον
όρμο αυτόν ως ένα από τα λιμάνια του εκτεταμένου δήμου με κέντρο τον
Σαραντάπηχο (μεταξύ Καλυθιών-Παστίδας), που πιστεύει πως ήταν η αρχαία Αχαϊα
της Ρόδου.
Η ονομασία Τραουνού έχει δοθεί στον όρμο και στο λόφο του
Ερημόκαστρου, με το κυκλώπειο τείχος στην κορυφή και τους μυκηναϊκούς τάφους
στους πρόποδες Εδώ τοποθετείται ο αρχαίος δήμος Αστυπαλαιείς και η βυζαντινή
πόλη Ερμεία ή Αρμία. Το Τραουνού δεν έχει ετυμολογηθεί με βεβαιότητα και
ενδέχεται να προέρχεται είτε από το μυκηναϊκό TARANU (Φωτίου) είτε από το περιεκτικό
τρα(γ)ο(β)ουνός (Παπαχριστοδούλου), ενώ ο Biliotti το αναφέρει Τραϊνού. Η ντόπια
λαϊκή εκδοχή που το συνδέει με τον αυτοκράτορα Τραϊανό, φαίνεται μάλλον
αβάσιμη. Παρόμοια ονόματα απαντούν στην Τήλο (Τραούνα) και στην Πάτμο (Ταρανήσι
και Τραοβούναρο).
Μέρος του ευρύτερου δικτύου διακλαδώσεων, το σπήλαιο πρέπει
να διευρύνθηκε ως το σημερινό του μέγεθος από τη δράση των κυμάτων. Τα
τοιχώματα είναι γκρίζος ασβεστόλιθος, με πολλές σχισμές, χωρίς πεσμένα
κομμάτια. Δεν υπάρχει διάκοσμος αλλά το χειμώνα υπάρχει αρκετή σταγονορροή,
προφανώς υπεύθυνη για το ξεκίνημα απόθεσης σταλακτικού υλικού σε ορισμένα
σημεία. Δεν υπάρχει πρασινάδα στα τοιχώματα αρ’ όλο ου το σπήλαιο φωτίζεται
κανονικά από τον ήλιο, εκτός από την «Κρύπτη» (πρόκειται για έναν θαλαμίσκο
διαστάσεων περ. 2Χ1,5Χ3 μ. αθέατο από την κυρία αίθουσα, 4 μέτρα από την είσοδο και
στα αριστερά με σχετικά εύκολη πρόσβαση.
Η συχνή εισροή θαλασσίου νερού από τις θαλασσοταραχές φέρνει
στο εσωτερικό πλήθος αντικειμένων με αποτέλεσμα τα νεκρά έντομα να μην
αποτελούν ενδείξεις για τη μικροπανίδα του χώρου. Στην είσοδο όμως της Κρύπτης
βρέθηκε τον Ιανουάριου του 1996 μικρή ποσότητα guano και στο εσωτερικό της ζωντανές
αράχνες και πεταλούδες. Το βάθος του σπηλαίου είναι 16,4 μέτρα , το μέγιστο
πλάτος 9 μέτρα
και η επιφάνειά του στα 90
μέτρα .