Μελέτη του Εθνικού
Μετσόβιου Πολυτεχνείου καταγράφει τα ιστορικά δεδομένα για τα ευρήματα στην
περιοχή Ερημόκαστρου. Η μελέτη έγινε για λογαριασμό του πρώην δήμου Καλλιθέας Ρόδου προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το έργο ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου που βρίσκεται ανάμεσα στις παραλίες Λαδικό-Τραουνού.
Το Ερημόκαστρο δεσπόζει στην πεδιάδα του Ψαλιδόκαμπου με
υψόμετρο 154m. πάνω από
τον κόλπο του Λαδικού και καταλαμβάνει έκταση περίπου 20 στρεμμάτων[1]. Αποτελεί ένα από τα
μεγαλύτερα και πιο απόκρημνα υψώματα της ανατολικής πλευράς του νησιού, μαζί με
τα υψώματα της ακρόπολης της Λίνδου και του Φαρακλού.
Ως θέση είναι γνωστή για την στρατηγική της σημασία. Κατά
την αρχαιότητα, όλες οι πολεμικές επιχειρήσεις που περιγράφονται από ιστορικούς
λαμβάνουν χώρο στα δύο τεχνητά λιμάνια της πόλης της Ρόδου (η οποία εντοπίζεται
στη βάση της μετέπειτα μεσαιωνικής πόλης[2]),
ειδικά όσες έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, του
Συμμαχικού πολέμου (351 π.Χ.) και των επιχειρήσεων του Κόνωνα κατά νησιού, όταν
ήταν αρχηγός του Περσικού στόλου.
Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι δύο
αντίπαλοι, Αθήνα και Σπάρτη, στην προσπάθειά τους να καταλάβουν τη ναυτική βάση
της Ρόδου, πολιορκούσαν τη νήσο, οι Σπαρτιάτες από το λιμένα της πόλης της
Ρόδου και οι Αθηναίοι από την πλευρά του λιμανιού στη θέση Τριάντα. Μπορεί, λοιπόν
να υποτεθεί μόνο η συνεπικουρική λειτουργία της θέσης ως μοναδικής διεξόδου για
τον ανεφοδιασμό της πολιορκούμενης πόλης, δεδομένου ότι σύμφωνα με μελέτες ο
Ψαλιδόκαμπος χρησιμοποιούνταν για γεωργικές καλλιέργειες. Το γεγονός αυτό
επιβεβαιώνεται από ένα σύστημα εγκαταστάσεων που εντοπίστηκε ήδη από την
αρχαϊκή εποχή.
Η πρώτη αναφορά και περιγραφή του
αρχαιολογικού χώρου του Ερημόκαστρου έγινε από τον Guerin το 1856.
Παρουσιάζει την εικόνα μιας απόκρημνης θέσης, πάνω στα πελώρια βράχια της
οποίας αναδύονται τείχη ανάμεσα σε θάμνους, που φτάνουν έως και τα 2m..
Παρατηρεί την παντελή έλλειψη τείχους στα ανατολικά του υψώματος, την οποία δικαιολογεί, εφόσον όπως λέει ο ίδιος θα ήταν περιττή[3] και εντοπίζει μια λιμενική εγκατάσταση, η οποία ήταν ακόμα εμφανής στην εποχή του.
Περιγράφει τον τρόπο δόμησης του τείχους με λίθους ποικίλων διαστάσεων και σχημάτων, στοιβαγμένους ο ένας με τον άλλη, πολλοί από του οποίους είναι πολυγωνικοί.
Σχολιάζοντας και χαρακτηρίζοντας τη δόμηση, αναφέρει την παντελή έλλειψη πληροφοριών για οτιδήποτε σχετικό, ενώ την ονομάζει «κυκλώπεια» λόγω του πρωτόγονου αυτού τρόπου κατασκευής, ο οποίος, κατά αυτόν, θα μπορούσε να αποδοθεί μόνο σε μια τέτοια εξαιρετικά απομακρυσμένη χρονική περίοδο.
Τέλος σχολιάζει το όνομα της περιοχής από τους ντόπιους, Ερημόκαστρο, το οποίο κατά τη γνώμη του υποδηλώνει την ύπαρξη μιας αρχαιότερης φάσης. Δηλαδή, θεωρεί ότι εγκαταλείφτηκε μετά από την περίοδο ίδρυσης και χρήσης του και η ονομασία αυτή του αποδόθηκε στα μετέπειτα χρόνια.
Παρατηρεί την παντελή έλλειψη τείχους στα ανατολικά του υψώματος, την οποία δικαιολογεί, εφόσον όπως λέει ο ίδιος θα ήταν περιττή[3] και εντοπίζει μια λιμενική εγκατάσταση, η οποία ήταν ακόμα εμφανής στην εποχή του.
Περιγράφει τον τρόπο δόμησης του τείχους με λίθους ποικίλων διαστάσεων και σχημάτων, στοιβαγμένους ο ένας με τον άλλη, πολλοί από του οποίους είναι πολυγωνικοί.
Σχολιάζοντας και χαρακτηρίζοντας τη δόμηση, αναφέρει την παντελή έλλειψη πληροφοριών για οτιδήποτε σχετικό, ενώ την ονομάζει «κυκλώπεια» λόγω του πρωτόγονου αυτού τρόπου κατασκευής, ο οποίος, κατά αυτόν, θα μπορούσε να αποδοθεί μόνο σε μια τέτοια εξαιρετικά απομακρυσμένη χρονική περίοδο.
Τέλος σχολιάζει το όνομα της περιοχής από τους ντόπιους, Ερημόκαστρο, το οποίο κατά τη γνώμη του υποδηλώνει την ύπαρξη μιας αρχαιότερης φάσης. Δηλαδή, θεωρεί ότι εγκαταλείφτηκε μετά από την περίοδο ίδρυσης και χρήσης του και η ονομασία αυτή του αποδόθηκε στα μετέπειτα χρόνια.
Μία από τις πιο
συστηματικές περιγραφές και μαρτυρίες για το Ερημόκαστρο αποτελεί η δημοσίευση
ενός άρθρου του Γάλλου αρχαιολόγου Ch. Tissot σε ένα
από τα σπουδαιότερα αρχαιολογικά περιοδικά που εκδίδεται ακόμα και σήμερα.
Ο Ch. Tissot το 1868 συνεχίζει το έργο του Guerin στο νησί και συμπληρώνει τις πληροφορίες για το Ερημόκαστρο, υποστηρίζοντας ότι πουθενά αλλού στο νησί δεν έχει συναντήσει ανάλογη κατασκευή, όπως ούτε ο Guerin, εξάλλου, είχε αναφέρει άλλη θέση παρόμοια με το Ερημόκαστρο.
Τοποθετεί το Ερημόκαστρο ανάμεσα στα απότομα υψώματα της ανατολικής πλευράς του νησιού μαζί με το βραχώδες ύψωμα της Λίνδου, το οποίο συνδέει με το λόφο στον οποίο υψώνεται η ακρόπολη των Αθηνών.[4] Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το Ερημόκαστρο μοιάζει να σηκώνεται πάνω σε διαδοχικούς ορόφους, σχηματίζοντας χώρο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αμυντικούς σκοπούς. Ανατολικά φτάνει σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 200m.
Και, σε αντίθεση με τις δύο πλευρές που κοιτούν το εσωτερικό του νησιού και είναι οχυρωμένες, εδώ, λόγω της απόκρημνης πλαγιάς, δεν υπάρχει ίχνος
Ο Ch. Tissot το 1868 συνεχίζει το έργο του Guerin στο νησί και συμπληρώνει τις πληροφορίες για το Ερημόκαστρο, υποστηρίζοντας ότι πουθενά αλλού στο νησί δεν έχει συναντήσει ανάλογη κατασκευή, όπως ούτε ο Guerin, εξάλλου, είχε αναφέρει άλλη θέση παρόμοια με το Ερημόκαστρο.
Τοποθετεί το Ερημόκαστρο ανάμεσα στα απότομα υψώματα της ανατολικής πλευράς του νησιού μαζί με το βραχώδες ύψωμα της Λίνδου, το οποίο συνδέει με το λόφο στον οποίο υψώνεται η ακρόπολη των Αθηνών.[4] Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το Ερημόκαστρο μοιάζει να σηκώνεται πάνω σε διαδοχικούς ορόφους, σχηματίζοντας χώρο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για αμυντικούς σκοπούς. Ανατολικά φτάνει σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 200m.
Και, σε αντίθεση με τις δύο πλευρές που κοιτούν το εσωτερικό του νησιού και είναι οχυρωμένες, εδώ, λόγω της απόκρημνης πλαγιάς, δεν υπάρχει ίχνος
Η Ιταλική
Αρχαιολογική Σχολή δημοσιεύει στο Annuario του 1926 (ετήσια
έκδοση της αρχαιολογικής σχολής με τις ανασκαφικές της δραστηριότητες, που
εκδίδεται ακόμα και σήμερα) της ανασκαφικές δραστηριότητες που έλαβαν χώρα στην
ακρόπολη του Ερημόκαστρου το 1924, από τις 25 έως και της 30 Αυγούστου, υπό την
εποπτεία του Domenico Zancani[5],ο
οποίος δηλώνει ότι τα τείχη του Ερημόκαστρου κατασκευάστηκαν κατά τη μυκηναϊκή
εποχή, χωρίς όμως να το αιτιολογεί ή να αναφέρει οποιασδήποτε φύσης ευρήματα.
Το 1936 ένας από τους Ιταλούς αξιωματικούς του στρατού
καταγράφει στα πλαίσια ενός χάρτη τους αρχαιολογικούς χώρους της Ρόδου,
δίνοντας παράλληλα μια σύντομη περιγραφή και χρονολόγηση και κάνοντας έναν
πρόχειρο χαρακτηρισμό τους. Αναφέρει το Ερημόκαστρο (58) δίνοντας μια σύντομη
περιγραφή του, ενώ σχολιάζοντας την πύλη το εντάσσει στην αρχαϊκή- κλασική
περίοδο (εικόνα 8) .
Το 2003 το Ερημόκαστρο κηρύχτηκε
αρχαιολογικός χώρος (ΦΕΚ 1604/ 2003), ως φρούριο, το οποίο ανήκει στα τέλη της
κλασικής και στις αρχές ελληνιστικής εποχής, σημειώνοντας την αδυναμία να
χρονολογηθεί μέσω της δόμησης, η οποία είναι σε πολύ κακή κατάσταση.
Μεταγενέστερες παρεμβάσεις στην αρχική μορφή του τείχους είναι πιθανές, αλλά
δεν είναι δυνατός ο εντοπισμός τους στην παρούσα φάση.
Το 2006 το
Ερημόκαστρο μελετήθηκε από τους Ρ. H. Simpson
και D.K. Hagel, στα πλαίσια έρευνας που αφορούσε τα μυκηναϊκά οχυρωματικά
έργα από άποψη αποκλειστικά αρχιτεκτονική[6].
Οι ίδιοι έχουν διεξάγει έρευνες για το συγκοινωνιακό μυκηναϊκό δίκτυο, με στόχο
να προωθηθεί η αρχαιολογική έρευνα σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ των Μυκηναϊκών
Κέντρων, και να επιβεβαιωθούν πιθανές σχέσεις υποτέλειας μεταξύ τους ή για να
εντοπιστούν οι κυριότερες.
Σχετικά με το Ερημόκαστρο, καταλήγουν στο ότι οι περιστασιακοί μεγάλου μεγέθους λίθοι που απαντώνται στη δόμηση του τείχους δεν επαρκούν ώστε να χαρακτηριστούν «κυκλώπεια».
Η χρονολόγηση κρίνεται αδύνατη αν και πιθανότερη κρίνουν την ελληνιστική φάση. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι αντίστοιχες είναι και οι οχυρώσεις στη περιοχή των Δωδεκανήσων, οι οποίες κρίθηκαν «Κυκλώπειες» σε παλαιότερες έρευνες, αλλά μετά την πραγματοποίηση αρχαιολογικής έρευνας, σε πολλές από αυτές, με τη μορφή συστηματικής ανασκαφής αποδείχθηκαν ελληνιστικά. Χαρακτηριστική ήταν η απουσία μυκηναϊκής κεραμικής.
Σχετικά με το Ερημόκαστρο, καταλήγουν στο ότι οι περιστασιακοί μεγάλου μεγέθους λίθοι που απαντώνται στη δόμηση του τείχους δεν επαρκούν ώστε να χαρακτηριστούν «κυκλώπεια».
Η χρονολόγηση κρίνεται αδύνατη αν και πιθανότερη κρίνουν την ελληνιστική φάση. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι αντίστοιχες είναι και οι οχυρώσεις στη περιοχή των Δωδεκανήσων, οι οποίες κρίθηκαν «Κυκλώπειες» σε παλαιότερες έρευνες, αλλά μετά την πραγματοποίηση αρχαιολογικής έρευνας, σε πολλές από αυτές, με τη μορφή συστηματικής ανασκαφής αποδείχθηκαν ελληνιστικά. Χαρακτηριστική ήταν η απουσία μυκηναϊκής κεραμικής.