«Εία τον κειδά στης Σμάρως με την αμπρέλλdα στο χέρι και τους γιακκάες σηκωμένους».
-Τι συμβαίνει, Σμάρω , με το Μιχάλη κι «ήρτεν που τις αβκές;»
-Περιμένει τον Τάσο, για να μιλήσει στο τηλέφωνο με το «γιαρένη του» στον Καναδά.
Έτσι εξηγούνται, όλα όσα έβλεπα.
Η ώρα ήταν έξι το πρωί και μια συνεχής βροχή δεν άφηνε πολλά περιθώρια κίνησης. Είμασταν «μαεμένοι» στο κεντρικό καφέ για τα πρώτα καλημερίσματα. Ο Μιχάλης μόνος στο γωνιακό τραπέζι έσφιγγε την ομπρέλα και κοιτούσε συνεχώς έξω. Σε μια στιγμή ακούστηκε να λέει: «Είπεμ με έξι και κόμα να ‘ρτει!» Τα φώτα του παραδοσιακού καφενείου ήταν σβηστά και «συντρώουνταν». « Ενας θεός ξέρει που ποιαν ώραν ήταν ννιωτός και λάμενε..»
Στο μεταξύ πλησίασε ο «Κάκος» στο τραπέζι μας και τον ξεχάσαμε για λίγο, ακούγοντας τις δικές του αστείες ιστορίες με γεγονότα της «Πλαγιάς» και κάποια άλλα…. ευχάριστα.
«Για πότε εμονόφυεν, μόλις είεν τα φώτα αναμμένα, εν επήραμεν χαπάρι!»
………………………………………………………
Μη ζητάτε να μάθετε λεπτομέρειες της τηλεφωνικής υπερατλαντικής επικοινωνίας, γιατί κι εγώ κάτι λίγα έμαθα.
Με χαροποίησε ιδιαίτερα το γεγονός και το ότι στο «τελέφωνο» μίλησε και η πρωινή ψυχή της «πλατέας, το Ντωνί».
Κωστής