Χρήσιμα στοιχεία για την ιστορία της Εκκλησίας των Καλυθιών
καταγράφονται σε μελέτη του αρχιτέκτονα Γεωργίου Ντέλλα με τίτλο «οι σταυροθολιακές
εκκλησίες της Δωδεκανήσου». Σύμφωνα με την μελέτη η εκκλησία των Καλυθιών
κατασκευάστηκε το διάστημα 1841 – 1846 ενώ τις πρώτες δεκαετίες του 1900 έγιναν
εργασίες για την επέκτασή της. Στην ενδιαφέρουσα μελέτη αποκαλύπτονται οι
παρακάτω λεπτομέρειες όπως προκύπτουν από τα ιστορικά βιβλία της εκκλησιαστικής
επιτροπής.
Κατάστιχο Καλυθιῶν [1911]. Στὸν λογαριασμὸ τοῦ ταμείου τῆς
κοινότητας Καλυθιῶν καταγράφονται γιὰ τὸ 1919-1920 ἔξοδα καὶ σὲ χρυσοχόο γιὰ ἐπισκευὴ
καντηλιῶν καὶ εἰκόνων.
Σὲ πρακτικὸ τῆς ἔκτακτης συνεδρίασης τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς ἐκκλησίας στὶς 27/4/1935, στὸ Πρακτικὸ Καλυθιῶν [1923], ἀποφασίσθηκε νὰ γίνει ἐπιδιόρθωση τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως μὲ νέο στέφανο καὶ ἡ ἀγορὰ δύο μεγάλων φανῶν καὶ μιᾶς κη-ροθήκης, στὶς 5/4/1937 ἀποφασίσθηκε νὰ ἀντικατασταθεῖ ὁ παλαιὸς ἐπιτάφιος καί, μετὰ ἀπὸ διαγωνισμὸ μεταξὺ τριῶν μαραγκῶν, ἀνατέθηκε στὸν μειοδότη Διάκο Χατζηνικόλα μὲ 400 φράγκα ἡ κατασκευὴ τοῦ νέου ἐπιταφίου.
Στὸ Πρακτικὸ τῆς τακτικῆς συνεδρίασης τῆς 25/1/1947, σημειώνεται ὅτι ἀποφασίσθηκε νὰ γίνουν δύο μεγάλες εἰκόνες τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς Σταύρωσης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν καλλιτέχνη Ἀντώνιο Καραφυλλάκη, «ἵνα τοποθετηθῶσιν εἰς τὸν ναὸν τῆς Μεταμορφώσεως διὰ εὐπρέπειαν»
Σὲ πρακτικὸ τῆς ἔκτακτης συνεδρίασης τῆς Ἐπιτροπῆς τῆς ἐκκλησίας στὶς 27/4/1935, στὸ Πρακτικὸ Καλυθιῶν [1923], ἀποφασίσθηκε νὰ γίνει ἐπιδιόρθωση τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως μὲ νέο στέφανο καὶ ἡ ἀγορὰ δύο μεγάλων φανῶν καὶ μιᾶς κη-ροθήκης, στὶς 5/4/1937 ἀποφασίσθηκε νὰ ἀντικατασταθεῖ ὁ παλαιὸς ἐπιτάφιος καί, μετὰ ἀπὸ διαγωνισμὸ μεταξὺ τριῶν μαραγκῶν, ἀνατέθηκε στὸν μειοδότη Διάκο Χατζηνικόλα μὲ 400 φράγκα ἡ κατασκευὴ τοῦ νέου ἐπιταφίου.
Στὸ Πρακτικὸ τῆς τακτικῆς συνεδρίασης τῆς 25/1/1947, σημειώνεται ὅτι ἀποφασίσθηκε νὰ γίνουν δύο μεγάλες εἰκόνες τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς Σταύρωσης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν καλλιτέχνη Ἀντώνιο Καραφυλλάκη, «ἵνα τοποθετηθῶσιν εἰς τὸν ναὸν τῆς Μεταμορφώσεως διὰ εὐπρέπειαν»
Στὸ Κατάστιχο Καλυθιῶν [1911] καταγράφονται γιὰ τὸ 1912-13 ἔξοδα καὶ γιὰ μεροκάματα στὴν σκάλα, σὲ μάστορες (Σάββα Κακιοῦ), στὰ παράθυρα καὶ γιὰ τὸ 1913-14 στὴν σκάλα, στὶς πέτρες, σὲ ἀσβέστη, στὸν μαστρο-Βασίλη Ἀφαντενό, σὲ Λιβισιανοὺς μαστόρους, στὸ εἰκονοστάσι (ἀγώγι), ἐνῶ στὶς 30/11/1924, σύμφωνα μὲ τὸ Πρακτικὸ Καλυθιῶν [1923], ἀποφασίσθηκε νὰ ἀρχίσουν ἄμεσα οἱ ἐργασίες στὸν γυναικωνίτη μὲ ἡμερομίσθια.
Στὶς 30/5/1946, κατὰ τὸ Πρακτικὸ Καλυθιῶν [1923], ἀποφασίσθηκε «νὰ μεγαλώσειἡ ἐκκλησία καὶ νὰ διακοσμηθῆ, νὰ ἀνοιχθῆ νέα πόρτα καὶ ὁ γυναικωνίτης νὰ γίνει μὲ ταράτσα, νὰ προστεθοῦν θεωρία, τὸ δὲ πάτωμα τῆς ἐκκλησίας νὰ γίνει μὲ πλακάκια. Ὅθεν ἀπεφασίσθη καὶ ἐνεκρίθη ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου ἡμῶν Μητροπολίτου κ.κ. Ἀποστόλου καὶ ἁπάντων τῶν μελῶν, ὅπου ἀνέλαβεν τὴν ἐργασίαν ὁ Ἀρχιτέκτων Δημήτριος Ραπτο-πούλου καὶ Χαράλαμπος Ἰωάννου, οἱ δὲ ἐργολάβοι ὑπεσχέθησαν νὰ παραδόσωσιν ἐργασίαν καλήν»
Στὶς 10 Φεβρουαρίου 1935, σύμφωνα μὲ τὸ Πρακτικὸ Καλυθιῶν [1923], ἀποφασίσθηκε νὰ γίνουν ἐπιδιορθώσεις τῆς ἐκκλησίας, καὶ δὴ ἀφαίρεση τῶν «καφασιῶν, καθόσον ταῦτα τυγχάνουσι παλαιοῦ συστήματος καὶ δὴ ἐπὶ ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας», καθὼς καὶ ἐπιδιόρθωση καὶ βαφὴ τῶν στασιδιῶν καὶ καθαρισμὸς τῆς «κρίνας» (κρήνης).
Στὶς 2/3/1936,
κατὰ τὸ Πρακτικὸ Καλυθιῶν [1923], ἀποφασίσθηκε νὰ ἀνοίξουν μιὰ μικρὴ θύρα στὸ ἱερὸ
τῆς ἐκκλησίας.
Στὶς 27/3/1936, σύμφωνα μὲ τὸ Πρακτικὸ Καλυθιῶν [1923], ἀποφασίσθηκε
νὰ ἀγορασθοῦν 70 μεγάλα καὶ 50 μικρὰ φανάρια «ἅτινα θὰ χρησιμοποιοῦνται καὶ θὰ
ἀνάπτωνται κατὰ τὰς ἁγίας ἡμέρας τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ τοῦ Πάσχα καὶ ἐνίοτε
εἰς μερικὰς θεομητορικὰς καὶ δεσποτικὰς ἑορτάς, ἵνα δὲ καὶ διὰ μέσου αὐτῶν δώσωμεν
ζωὴν εἰς τὴν ὀρθόδοξον θρησκείαν μας».