7 Απρ 2020

ΟΤΑΝ ΤΟ ΦΑΛΗΡΑΚΙ ΗΤΑΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ


Σύμφωνα με το αρχείο της εφημερίδας Η ΡΟΔΙΑΚΗ τον Οκτώβριο του 1958 η παραγωγή σύκων που αγοράστηκε χονδρικά από την Αγροτοένωση από τις Καλυθιές έφτασε τους 36 τόνους (προσκόμιση σε τέσσερις διαφορετικές ημέρες). Τα ξηρά σύκα (σκάδια) αποστελλόταν σε μονάδες παραγωγής οινοπνεύματος στην Αττική.
Εκείνη την εποχή η περιοχή του Φαληρακίου αντί για κτίρια είχε χιλιάδες συκιές τα οποία αποτελούσαν τρόπο επιβίωσης για τις οικογένειες τα δύσκολα χρόνια μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Πέρα από τα σύκα η περιοχή επιβίωσε και με την παραγωγή και διάθεση μεγάλων ποσοτήτων σταφυλιού (ποικιλίες μαύρος διμηνίτης, αθήρι, ροζακί) στην εταιρεία ΚΑΪΡ.
Το αμμόχωμα του Φαληρακίου ήταν ιδανικό για τις καλλιέργειες της εποχής.  


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ



Από το αρχείο της εφημερίδας Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ
(Ιανουάριος 2010)



ΤΙΤΛΟΣ: Η αποκάλυψη της σπηλιάς του Αγίου Γεωργίου


ΥΠΟΤΙΤΛΟΣ: Σπηλαιολογικές έρευνες στη Ρόδο (1998)
Από τον Νίκο Παπανικολάου, υπεύθυνο τοπικό τμήματος Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας

Σπήλαιο Αγίου Γεωργίου (ΒΟΥΝΙ) Καλυθιών



ΙΣΤΟΡΙΚΟ: Το σπήλαιο είναι επίσης γνωστό ως σπήλαιο της Καλαμωνιάς από την ονομασία της ευρύτερης περιοχής. Οι ντόπιοι το θεωρούν μέρος ενός εκτεταμένου δικτύου που συνδέεται με κάποιο βάραθρο στην κορυφή του βουνού και βγαίνει στην απέναντι ανατολική πλευρά του. Άλλοι το θέλουν να φτάνει ως τα ενάλια σπήλαια του Ερημοκάστρου. Λένε, όμως, πως αυτό είναι πολύ δύσκολο να εξακριβωθεί, καθώς όσοι προχώρησαν πέρα από κάποιο σημείο, αντιμετώπισαν αναπνευστικά προβλήματα από έλλειψη οξυγόνου.




ΘΕΣΗ-ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΗ: Η θέση του σπηλαίου είναι στη ΒορειοΔυτική πλευρά του όρους Ψαλίδι ή Βουνί που εκτείνεται μεταξύ Καλυθιών και Αφάντου σε υψόμετρο 290 μέτρα.

Βγαίνοντας από την κοινότητα Καλυθιών προς Ψίνθο, μπαίνουμε αριστερά στα 1800 μέτρα προς το εκκλησάκι του Αγίου Γε4ωργίου. Εκεί αφήνουμε τα αυτοκίνητα και βλέπουμε ψηλά στα απότομα βράχια την είσοδο του σπηλαίου να αφήνει την εντύπωση πως η πρόσβαση σε αυτήν είναι αδύνατη χωρίς ειδικές τεχνικές. Καθώς όμως διασχίζουμε το δασύλλιο από πεύκα, πίσω από την εκκλησία και αρχίζουμε την ανάβαση, βλέπουμε πως το μονοπάτι, αν και λίγο επικίνδυνο, είναι βατό και χωρίς τεχνικά μέσα.









ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΣΠΗΛΑΙΟΥ: Η είσοδός του από κατακόρυφη ελλειψοειδής έχει περιοριστεί σε σχεδόν τριγωνική-μάλλον από πολύ παλιά- με λιθοδομή και επιχωμάτωση από την πλευρά του προθαλάμου. Οι διαστάσεις της είναι 2,3Χ2,5 μέτρα και ανοίγεται προς δυτικά. Ο προθάλαμος (!) είναι ιδιαίτερα ευρύχωρος (14Χ7 ,.). Το ύψος του σε μερικά σημεία φτάνει τα 10 μέτρα. Προς τα δεξιά γίνεται ανηφορικός και κλείνει. Σταγονορροή υπάρχει, αλλά οι λιθωματικές μορφές είναι διαβρωμένες και σαθρές. Στα αριστερά ξεχωρίζει ένας ογκόλιθος με επίπεδη επιφάνεια και πίσω του η είσοδος της Μαύρης Αίθουσας. Στην αριστερή της πλευρά υπάρχει καλοφτιαγμένη τριγωνική εσοχή ύψους περ. 30 εκ., μάλλον της ελληνιστικής περιόδου, οπότε και πιθανολογείται λατρευτική χρήση του χώρου.
Η Μαύρη Αίθουσα είναι ένας χώρος διαστάσεων 9Χ9Χ7 μ. στα Βόρεια του προθαλάμου. Εδώ πραγματοποιήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των ανασκαφών του κ. Αδαμάντιου Σαμψών. Φαίνεται όμως πως κάποιοι προσπάθησαν να τις «συνεχίσουν». Ίσως είναι οι ίδιοι που με ανεκδιήγητη βαρβαρότητα έχουν σπάσει και αρκετούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Η οροφή της αίθουσας είναι μαυρισμένη από φωτιές και το δάπεδο-το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκαμμένο-γεμάτο ίχνη «πολιτισμού» (κονσέρβες, πλαστικά κ.α.). Το μαύρισμα, πάντως, της οροφής δεν είναι αποκλειστικά σύγχρονη υπόθεση, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των επιχώσεων του δαπέδου αποτελείται από υπολείμματα καύσεων. Όμορφοι, πάντως, είναι οι σταλακτικοί σχηματισμοί απέναντι από την είσοδο.
Αλλάζοντας τελείως κατεύθυνση, μπαίνουμε στην κεντρική αίθουσα, η οποία είναι προσβάσιμη και από τον προθάλαμο μέσω ενός χαμηλού περάσματος. Είναι ένας χώρος με οριζόντιο πατημένο δάπεδο διαστάσεων 10,5Χ8Χ7 μ. ο τελευταίος που δέχεται λίγο φως από έξω και ο τελευταίος που παρουσιάζει φερτές επιχώσεις από το εξωτερικό. Ο διακοσμός του δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός. Στο μέσο άκρο του φαίνεται άλλο ένα τμήμα των ανασκαφών, ενώ στα αριστερά ανοίγεται ένα μικρό πατάρι.
Ένα στενό πέρασμα 3-4 μ. μας φέρνει μπροστά σε ένα σωρό από μεγάλες πέτρες. Η πτώση τους δεν φαίνεται να έγινε από πολύ παλιά. Δεξιά κατεβαίνουμε σε μια χαμηλότερη κατηφορική αίθουσα, με δύσβατα περάσματα μέσα και αριστερά προς όμορφα στολισμένους θαλαμίσκους, χωρίς συνέχεια. Αριστερά, ένα απότομο ανέβασμα μας φέρνει επάνω από το σωρό των ογκολίθων στο ΥΠΕΡΩΟ (V), το πιο στολισμένο, ως εδώ, τμήμα του σπηλαίου. Ποικίλοι σταλακτίτες και σταλαγμίτες, μικρές κολώνες με δίσκους και μέδουσες, καθώς και κοιλώματα με ενεργά gour, συνθέτουν ένα σκηνικό πολύ εντυπωσιακό για τα ροδιακά δεδομένα. Το δάπεδο εδώ είναι πολύ ανώμαλο και σχηματίζει πατάρια. Στο ψηλότερο σημείο, ένα άνοιγμα περ. 30Χ40 εκ., μόλις που μας επιτρέπει την είσοδο.
Το άνοιγμα ήταν αρχικά μικρότερο, αφού φαίνονται βέβαια ίχνη τεχνητής διεύρυνσης. Στο εσωτερικό του δυσπρόσιτου αυτού χώρου διατάσεων 7Χ4Χ2 μ. βρίσκουμε αξιόλογο στολισμό, ένα όμορφο υπερυψωμένο gour και λάσπη από guano.  Εδώ εμφανίζονται τα τελευταία όστρακα, μάλλον από αγγεία που χρησίμευαν για τη συλλογή νερού, που συγκεντρωνόταν από τη σταγονορροή. Στα αριστερά, μία οριζόντια σχισμή, 50Χ20 εκ. ύστερα από τεχνητή διεύρυνση προς τα κάτω, μας οδήγησε στο μεγαλύτερο θάλαμο του σπηλαίου. Ο θάλαμος αυτός είναι αρκετά πιο υγρός με ανώμαλο και λασπώδες δάπεδο και ξεχωρίζει για το πλήθος και την ποικιλία των λιθωματικών μορφών του. Για κάποιο λόγο που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, οι σχηματισμοί εδώ είναι εύθραυστοι και εύθρυπτοι σαν χωμάτινοι, παρόλο που η υγρασία και η σταγονορροή είναι κανονικές (το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε περιπτώσεις που η σταγονορροή είναι υπερβολική και περιέχει χώμα το οποίο διαλύεται στην ασβεστολιθική μάζα κάνοντάς την σαθρή). Κάποια ανοίγματα ενδέχεται να συνεχίζουν, αλλά αυτό είναι δύσκολο να εξακριβωθεί προς το παρόν.
Το σκαρίφημα που περιέχεται στην αναφορά του κ. Σαμψών είναι πιθανόν να έγινε «με το μάτι» και παρουσιάζει κάποια απόκλιση ως προς τον προσανατολισμό και το σχήμα των άλλων αιθουσών αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να μην ταυτίζονται με τις αντίστοιχες του δικού μας χάρτη.








ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ: Οι ανασκαφές στο σπήλαιο έφεραν στο φως μερικά από τα αρχαιότερα ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας στη Ρόδο. Ανασκάφηκαν 15 στρώσεις σε συνολικό βάθος 2,80 μ. αποκαλύπτοντας πλήθος ευρημάτων τεράστιου ενδιαφέροντος. Βρέθηκε κεραμική εξ’ ολοκλήρου νεολιθική (με ελάχιστη ελληνιστική), άβαφη, έγχρωμη και γραπτή, σε μεγάλη ποικιλία σχημάτων και μοτίβων. Θραύσματα από μελαμβαφή αγγεία παρουσιάζουν εξαιρετικά λεπτή εργασία και άψογη στίλβωση. Ακόμη βρέθηκε μεγάλος αριθμός εργαλείων από κοινή πέτρα (ψαμμίτης, ασβεστόλιθος κ.α.) από πυριτόλιθο αλλά κυρίως από οψιδιανό, προερχόμενο από τρεις διαφορετικές περιοχές (Μήλο, Γυαλί Νισύρου και κάποια Τρίτη περιοχή, μάλλον στη Μικρά Ασία). Αξίζει επίσης να σημειωθεί το σπάνιο φαινόμενο της εμφάνισης, σε νεολιθικά στρώματα, χάλκινων εργαλείων.



Δεν υπάρχουν ακέραιο σκελετοί, αλλά ένας περιορισμένος αριθμός ανθρωπίνων οστών (κυρίως δόντια και τμήματα κρανίων και άκρων από συνολικά 20 άτομα) βρέθηκε στα βαθύτερα στρώματα. Η διατάραξη κάποιων στρωμάτων δεν αποκλείει να είχε προϋπάρξει περίοδος ταφικής χρήσεως, ακολουθούμενη όμως από εκταφή των οστών για κατοίκηση. Η θέση αυτή θεωρείται μέρος μιας «κοινότητας» της εποχής, με βάση ένα υποθετικό οικιστικό κέντρο στον κάμπο των Καλυθιών και σε πιθανή σχέση με τις εγκαταστάσεις στην περιοχή του Ερημοκάστρου και του Προφήτη Ηλία Αφάντου.


Από τα βιοαρχαιολογικά και παλαιοβοτανικά ευρήματα προκύπτει πως η κατοίκηση στο σπήλαιο δεν ήταν περιστασιακή αλλά τουλάχιστον εποχική, για δύο περιόδους το χρόνο. Οστά ζώων και ψαριών μαρτυρούν τόσο κυνηγετική και αλιευτική δραστηριότητα, όσο και εκτροφή οικόσιτων ζώων (κότες). Χρονολογικά, το διάστημα της κατοίκησης αυτής τοποθετείται στις περιόδους ΝΑ 1-3 (Νεότερη Αιγιακή Νεολιθική), δηλαδή από το τέλος της 6ης ως το τέλος της 4ης χιλιετίας, οπότε το σπήλαιο εγκαταλείπεται λόγω αλλαγής των κλιματολογικών συνθηκών, αλλαγή που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των καλλιεργειών και τη δραματική αύξηση της υγρασίας (και συνεπώς της σταγονορροής) στο εσωτερικό του, ώστε να μην είναι πλέον κατοικήσιμο.





ΜΙΚΡΟΚΛΙΜΑ-ΠΑΝΙΔΑ: Η θερμοκρασία στο εσωτερικό του σπηλαίου είναι 16-17 βαθμοί κελσίου. Περιστασιακά συναντάμε λίγες νυχτερίδες. Αρκετά είναι τα έντομα (ορθόπτερα, μυριάποδα, λεπιδότερα), τα ισόποδα και οι αράχνες, συχνά τα ίχνη ποντικών, ενώ ολοφάνερη είναι η συχνή παρουσία κατσικιών στον προθάλαμο και του δύο πρώτος θαλάμους. Δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη παρουσία.

Σε νεότερη (10/1998) επίσκεψη που έγινε για δειγματοληψία σπηλαιόβιων από τον κ. Κ. Παραγκαμιάν, βρέθηκε νέο είδος εντόμου (;) το οποίο θα μελετηθεί στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στην συνέχεια στη Γαλλία.





ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Παρόλο που η εργασία αυτή αρχίζει να συντάσσεται στα τέλη του 1998 και είναι η πρώτη για λογαριασμό της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας, πολλοί αλλοδαποί έρχονται και αναζητούν το σπήλαιο βάση πληροφοριών που έχουν ήδη από τη χώρα τους.

Ο νεοσύστατος δήμος Καλλιθέας έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για την ανάδειξη του σπηλαίου, το οποίο όμως δεν ενδείκνυται για τη συνήθη τουριστική αξιοποίηση, καθώς λόγω της θέσης και των στενών του περασμάτων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί επισκέψιμο. Η αξιοποίηση όμως αυτή είναι δυνατόν να γίνει μέσω μιας μόνιμης έκθεσης υλικού σχετικού με το σπήλαιο, σε εδικά διαμορφωμένο χώρο του δήμου μαζί με άλλα. Αρχαιολογικού και ευρύτερου τουριστικού ενδιαφέροντος, θέματα.







Εργασία Αδαμάντιου Σαμψών (αρχαιολόγος) 

Η παλαιότερη φάση κατοίκησης παρουσιάζεται στο κατώτερο στρώμα  του σπηλαίου Καλυθιών με λίγα όστρακα που έχουν ομοιότητες με τον πολιτισμό του Hacilar και  Catal Huyuk της Ανατολίας (Μellaart 1966, 1970). To στρώμα αυτό χρονολογείται γύρω στο 5700-5600 π.Χ.  Στις Καλυθιές η φάση Ι είναι σύγχρονη με  την αρχή της ΝΝ Ι της ηπειρωτικής Ελλάδας (5300/5200-4900/4800 π.Χ.). Παχιά στρώματα δείχνουν συνεχή  κατοίκηση για μακρό διάστημα.  Στη φάση Ι η κεραμική  είναι τριών ειδών: άβαφη, στιλβωτή και γραπτή.  Η γραπτή κεραμική (λευκό σε σκοτεινό)  είναι γνωστή στο χώρο του Αιγαίου (Σάμος, Χίος, Λήμνος, Μύκονος, Σάλιαγκος), και στην Ανατολία. Στη φάση ΙΙ υπάρχει στιλβωτή μονόχρωμη κεραμική και γραπτή αλλά παρουσιάζονται νέοι τύποι αγγείων. Στη φάση ΙΙΙ υπάρχουν μονόχρωμα και γραπτά όστρακα με ερυθρό επίχρισμα. 

Υπάρχει μεγάλος αριθμός λίθινων σκευών (μυλόλιθοι και τριπτήρες) και αφθονία οψιανού, κυρίως από τη Μήλο (80%). ΄Ένα πλήθος από οστά ζώων περιλαμβάνει όλα τα γνωστά κατοικίδια  (πρόβατο, κατσίκι, χοίρος, βοοειδή) αλλά και άγρια ζώα όπως ελάφια.  Σε όλα τα στρώματα του σπηλαίου βρέθηκαν οστά και δόντια ανθρώπινα που φανερώνουν ότι εκεί γίνονταν πρωτογενείς ή δευτερογενείς ταφές. 









Η τρύπα της Καλαμονιάς (Κώστας Καντάς)


Από τα προϊστορικά χρόνια, τα ομηρικά και έως τα 400 π.Χ. δηλαδή από τα 2000 π.Χ έως και 400 π.Χ. οι Έλληνες πίστευαν ότι στις σπηλιές κατοικούσαν πνεύματα Θεοτήτων και θανόντων. Και γι’ αυτό οι σπηλιές θεωρούνται ιεροί τόποι και τόποι του Άνω Κόσμου. Όμως και σ’ αυτές κατέφευγαν για να προφυλαχτούν από άγρια σαρκοβόρα ζώα τα οποία αφθονούσαν.
Γι’ αυτό στη σπηλιά που είναι στη βραχώδη κορυφή απέναντι από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου βρέθηκαν ίχνη προσφορών στους νεκρούς και τα θεοτικά πνεύματα, λιχνοί, πήλινα μικροδοχεία και άφθονα θραύσματα.
Ο γράφων τις πληροφορίες αυτές πιστεύει και έχει ενδείξεις ότι πέραν και στο βάθος του βουνού υπάρχει μεγάλο σπήλαιο από σταλακτίτες και σταλαγμίτες, διότι στο οροπέδιο του βουνού που ονομάζεται Βουνί τα νερά της βροχής καταπίνονται με καταπτωτικό θόρυβο, το έδαφος στην επιφάνεια αν και χωματικό σχίζεται όταν στεγνώσει.
Προ του 1940 στις Καλυθιές υπήρχε έντονη φημολογία ότι η εσωτερική σπηλιά ξεκινά από την τρύπα της Καλαμονιάς και βγαίνει στη σπηλιά που φαίνεται από την περιοχή του Ψαλιδόκαμπου που ονομάζεται Θολάρι. 








Η αποτύπωση του σπηλαίου


Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ φέρνει στο φως της δημοσιότητας την αποτύπωση που έκαναν στο σπήλαιο Αγίου Γεωργίου τα μέλη του τοπικού τμήματος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας Νίκος και Ειρήνη Παπανικολάου.
Στο χάρτη αποτυπώνεται η δαιδαλότητα και το μέγεθος του σπηλαίου.
Η είσοδός του είναι στη βάση του χάρτη και το δεξιά κομμάτι είναι αυτό που είναι εύκολα προσβάσιμο. Τα κομμάτια αριστερά και στο βάθος (κεντρική αίθουσα, μαύρη αίθουσα, υπερώων, χαμηλή αίθουσα) έχουν δύσκολη πρόσβαση και χρειάζεται εξειδίκευση και ειδικά σπηλαιολογικά εργαλεία.
Υο υπόμνημα του χάρτη καταγράφει τοιχώματα, όρια κοιλοτήτων, κλίση εδάφους, πέτρες, βράχους, κολώνες, σταλαγμίτες, κοπριά, νερά και άλλα χρήσιμα στοιχεία.   








Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΑΤΡΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΤΕΦΑΝΟ ΚΟΡΦΙΑ

Με αφορμή την ανάληψη, από τον Στέφανο Κορφιά, της Διεύθυνσης της Α' Νευροχειρουργικής Κλινικής του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός και της εξέ...