Επιμέλεια κειμένων Κώστας Πολυχρονάς, συνταξιούχος εκπαιδευτικός
(Τα κείμενα δημοσιεύτηκαν το 2010 στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ που κυκλοφορούσε στον πρώην δήμο Καλλιθέας Ρόδου)
“Το
αγκάστρι”
Ο νεόνυμφος ανιψιός επισκέπτεται την άρρωστη
θεία του .(Κρατάει μπομπονιέρα και μελεκούνι).Τη βρίσκει ξαπλωμένη στην
αναπαυτική καρέκλα της, με το κουρτινάκι του παραθύρου τραβηγμένο, να κοιτά το
δρόμο.
-Καλημέρα, θκειά!
-Καλημέρα, γιε μου!
Η θεία αλλάζει στάση. Τον αποπαίρνει και …τον
επαινεί.
-Ω ,παιδάκι μου και συ,…έκαμες ένα γάμο του…….
.Οβριού!
-Γιατί καλέ, θκεια;
-Εκουκούλτωσες τα πρε,γλήορα γλήορα κι εν ναι
πήραμε χαπάρι! Ας ελάμενες να μαέψουμε τις ελκιές και α ποσπείρουμε πρώτα.! Α σε συντρέξουν οι συγγενείς και α
σου δώκουν καμιά βόθκεια! Ούλντα μοναχός σου τα καμες και μπράβο σου!Που μικρό
παιάκι έγλεπά σε κι έλεα α γίνεις μιάλος και τρανός!
-Εν ναι μπόρκιου,θκεια. Α το πω που σε
μπιστέβκουμαι. Έχουμε αγκάστρι!*
-Αθεόφοε,!….έκαμες ,πρε,τσα πράμα; Αμαρτία που
τον Θεό! Μόνο σώπα και γλέπε τη γεναίκα σου και τις δουλκειές σου.Α τιμάς το
στεφάνι σου και τους γονιούς σας!
-Εφκαριστώ πολτύ,θκεια!
-Την άλτη βτομά *που α πάρω τα μαδκιά του
σκαδκιού, έλα α πάρεις το ριγάλτο *σου!
Χαμήλτωσε λτίο α φιλήσω το κούτελτο σου! «
Α στε καλορίζικοι και ούλντα τα καλά στο
σπιτάκι σας !»
αγκάστρι = εγκυμοσύνη
ριγάλτο = δώρο
βτομά = βδομάδα
« Ο
Αουμάς, η Κάσση και η Κλέφτρα Πούλντα »
Μέλημα και φροντίδα της μάνας ήταν να
καθαρίσει την αυλή από τις «καρκαθιές»* και το σοκάκι από τις «καβαλίνες»!*
Τα ζώα ζούσαν δίπλα μας και ήξεραν το
σπίτι καλύτερα και από τον πιο καλό μας
γιαρένη*!
Τα γαδούρια πρωί βράδυ
ήταν στην πόρτα μας. Να φορτώσουν
και να ξεφορτώσουν !
Οι
κατσίκες λιμπίζονταν την κρεβατίνα μας!
Οι
πούλντες* ανενόχλητες περιφέρονταν στις αυλές ! Για κοιτώνα είχαν τον αουμά
,που συνήθως ήταν το κάτω μέρος του φούρνου. Από το χτίσιμο φρόντιζαν κι
έβαζαν δυο τρία κορφάδια *,για να
ανεβαίνουν να κοιτούν . «Έφραξες τον
αουμά, χαρώτο;» μας λέγανε το βράδυ, όταν είχε μπει και η τελευταία.. Το πρωί
πάλι «Άνοιξε τον αουμά!»*Τον
ανοιγοκλείναμε με το φράμα του
,μεταλλικό ή ξύλινο. Το άνοιγμα και το
κλείσιμο δεν θεωρούνταν απαραίτητο για όλους. Όμως οι «πούλντες» κινδύνευαν από
νυχτερινή επιδρομή «ατσιδιού».
Μαρτυράτε ότι κάποιο παιδί θέλησε να μπει σε
αουμά, προφανώς για αυγό και τον πλάκωσε η μεγάλη πέτρα «φύλακας». Οι φωνές του
ξεσήκωσαν τη γειτονιά! Για πολύ καιρό
ήταν επίκαιρο θέμα στα πειράγματά μας.
Καταγράφτηκε στη μνήμη των….. έντονων συγκινήσεων και το θυμούνται σχεδόν όλοι!
Όταν η κότα ήθελε να γεννήσει, πήγαινε στην
κάσση*. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει. Τι ήταν;…… Διαβάστε!
Στον μπροστινό τοίχο του σπιτιού ,χαμηλά,
υπήρχε μια μικρή τετράγωνη τρύπα και μπαινόβγαιναν οι κότες .Επικοινωνούσε με
το σπίτι. Όταν καθόμαστε στο σουφά, μας ειδοποιούσε το τραγούδι κακάρισμα ,που λένε όταν γεννούν! Ήταν ξεχωριστός χώρος
με άχυρα ,για να μοιάζει με φωλιά. Πάντα
τις αφήναμε ένα αυγό, το «πρόσαβγο» ,για να μην ξεγεννούν. Όποιος το «
λιμπίζουνταν» απειλούνταν με την «ασπαλαθένη».*Έπιανε ίσα ίσα το χώρο της
σταμνοθήκης .Από το εσωτερικό του
σπιτιού είχε ξύλινο πορτάκι και η μητέρα έπαιρνε τα αυγά για τις άμεσες
ανάγκες. «Από την παραγωγή στην κατανάλωση» που λέμε σήμερα!
Καμιά φορά βρίσκαμε τα αυγά σπασμένα και
φαγωμένα. Δυο μπορεί να ήταν οι «ένοχοι». Ή ποντικός ή
κλέφτρα πούλντα! Ο πρώτος πολύ δύσκολα
μπορούσε να πλησιάσει, γιατί είχαμε τα λαγωνικά μας, τις γάτες. Η δεύτερη όμως
......είχε διαβατήριο…… αορίστου χρόνου! Για τιμωρία της, όταν την εντόπιζαν, της έδεναν
τις φτερούγες στερεωμένες σε καλάμι. Έμοιαζε σαν «σταυρωμένη»!
Περιφέρονταν στην αυλή, έτρωγε, έπινε.
δεν μπορούσε όμως να μπει να κλέψει ,γιατί δεν χωρούσε στο άνοιγμα της κάσσης!
καρκαθιές = περιττώματα κότας
καβαλίνες = περιττώματα γαιδάρου
πούλντες = κότες
κορφάδια = κορμοί ξύλινοι
κάσση = φωλιά
αουμάς = κοτέτσι
γιαρένης = οικογενειακός φίλος από γειτονικό χωριό
ασπαλαθένη= κλαδί σπαλαθιάς
«Στο
δρόμο για το σκολείο»
-Πρε Σαββί, λάμενε* α πααίνουμε μαζί!
-Ε ,πού σουν
πρε Μαλωνί κι έρκισες;
-Έχασα το σακκούλντι * μου κι εν το βρησκα.
-Ε, που να καμώνεσαι, κόφτε κι ο δάσκαλος έχει καινούρκια βίτσα. Θα
ρκήσουμε και α μας βάλει « νηστεία»!*
-Εδκιάβασες , πρε;
- Οχου και συ καμένε! Εγέννησε, πρε, η
λούγκρα* μος και πόμεινα α γλέπω* τα κουσκούνια!
-Πόσα έκαμε;
-Α σε γελάσω. Σίουρα πάνω που πέντε. Ήταν βραινό που πήα και εν ναι καλόγλεπα!
Εία πέντε που βυζάναν κι ένα τσιλιαρισμένο*!
Το καμένο!
τσιλιαρισμένο = πατημένο
λάμενε = περίμενε
νηστεία = τιμωρία
όρθιοι στον τοίχο
η λούγκρα = η μαμά γουρούνα
γλέπω = βλέπω
σακκούλντι = σχολική σάκα
Το
απατέλιωτο σπίτι
Αρχές του Σεπτέμβρη σε μια γειτονιά των
Καλυθιών. .Κοντεύει να νυχτώσει Είχε προηγηθεί μια δυνατή φθινοπωρινή μπόρα..Τα
πάντα είναι μουσκεμένα και οι χολέντρες ακόμα στάζουν. Το Μαριώ και η Ττασού
,οι αγαπημένες γειτόνισσες είναι ανάστατες. Η ανησυχία είναι ζωγραφισμένη στα
πρόσωπά τους.
-Όχου θε μου, τι κακό είναι φτο που με ήβρε!,λέει το Μαριώ.
-Ελούρωσε το σπι σου; ρωτά η Ττασού.
-Που ούλντες τις μερκιές. Και στη τζιμιά, στο
σουφά, στον πέρα τοίχο και πάνω στο γυαλικό.Εν ναι μπρολάβαινα να τρέχω να βάζω
τσανάκες και κουβάους. Για καλή μου τύχη ήταν
και το στεροκούνι μου δωνά κι
έδωκεν με ένα χέρι!
Η Ττασού αισθάνεται τύψεις που άφησε τη
γειτόνισσα της αβοήθητη.
-Και γιατί ,μωρή Μαριώ ,εν έμπηξες μια φωνή ;
-Είπα και βω α βρέξει τσα λτιόκι,καιρός πούνε,
κι α σταματήσει..Πού να το φανταστώ,η έρημη, ότι α ρίξει με το τουλούμι!
-Εμένα
εγλίτωσε,γιατί ο προκομμένος μου ο Παναής,θεός του δωκε φώτιση,ενέβασε
εψές την πατελιά στο γόμα..
-Ο δικός μου,ο ανεπρόκοπος, με τη μπουκιά στο
στόμα κάνει την μπόρκα του ,στρίβει το μουστάκι του και κόφτει στον καφενέ! Α
του κρυώσει η καρέκλα κι α του τραβήξουν κόκκα! Νάντα τώρα! Ας ποσώσει και τα λέμε!
Προβληματίζεται η Ττασού.
-Ας τον και πάνε με το καλό..Έτσι είναι
ούλντοι τους!
«Τα σερτικά»*
Προς το τέλος του καλοκαιριού και μέχρι τα
μέσα του Σεπτέμβρη ,έπρεπε οι κατσίκες μας να πάνε στον «τράο». «Έλασε* η
κατσίκα ,α την πάμε στον τράο» κουβεντιάζονταν ή «Εθύμισε *η κατσίκα» δηλαδή
ήρθε η εποχή της να γίνει μάνα.
Και λέω έπρεπε,γιατί αν
έμενε στείρα, έχανε η οικογένεια ένα βασικό βιοποριστικό πόρο! Σχεδόν με
το γάλα της μεγαλώσαμε. Το πρωινό απαραίτητα είχε κατσικίσιο γάλα .Όσο γα το ξερό
τυρί της………. ήταν ένα με την ανάσα μας!
Στη δικιά μου γειτονιά « άρχοντας » του
χαρεμιού ήταν ο τράος* του Πέτρου.
Η έντονα βαριά μυρωδιά του έδιωχνε τους
περαστικούς!
Ήταν ένα ψηλό ,γεροδεμένο,κατάλευκο αρσενικό
με «γενειάδα»!
«Καζικόνουνταν»* λοιπόν τα θηλυκά σε μικρή
απόσταση από το αρσενικό και παρέμεναν
εκεί για μερικές μέρες μέχρι την ολοκλήρωση του καλέσματος της φύσης!
Σε τακτικά διαστήματα, ο αγαπημένος μας
Πέτρος, έλυνε το «καζίκι» και περιόδευε
το τράο στα θηλυκά..Η κατσίκα που ήταν «έτοιμη» «κάθονταν»,ενώ οι άλλες αντιστέκονταν
τραβώντας το δέσιμο τους.
Ο «άρχοντας» μύριζε το θηλυκό ,ανασήκωνε τα
χείλη και το κεφάλι ψηλά ,κλωτσούσε το
χώμα, κάνοντας τη διάγνωση. Ρουθούνιζε κι ακούγονταν χαρακτηριστικός ήχος…
Επιστρέφοντας το «ζωντανό» στον στάβλο ήμαστε
χαρούμενοι και φανταζόμαστε τα πρώτα
«μπεμπεδίσματα».
Τα «σερτικά» ήταν μια ελάχιστη χρηματική
αμοιβή ή και «χάρισμα»!
σερτικά (από το σέρνω =ζευγαρώνω) =αμοιβή ζευγαρώματος