Γράφει ο Κώστας Πολυχρονάς, συνταξιούχος εκπαιδευτικός
Η φωτογραφία τραβήχτηκε τη δεκαετία του '70 στην πλατεία του χωριού με τον Αϊ Βασίλη να μοιράζει δώρα στα μικρά παιδιά
Κοντέβκουν τα Χριστούγεννα.
Σε μια βτομά α σταματήσει το σκολειό. Τα παιδκιά του χωρκιού περιμένουν τα πώς και πώς! .Ξεσπιούνται στον ύπνον τους που την πολτή χαρά!
Το Στατί, με τη γεναίκαν του τη Μαριανθού και τα εννιά παιδκιά τους, πέντε κόρες και τέσσερα παλικάρκια, πομένουν στην «Έξινη» στο μονόσπιτο , με την καμάρα στη μέση, που τον προύκισε ο συγχωρεμένος ο πεθερός του. Ο θεός αναπάψει την ψυχήν του! Έφυέν τους νωρίς!
Η πεθερά του,η Μαργκιέττα, με το στεροκούνι της,πομένει στο σπιν της και ξανοίει μοναχή της τις δουλκειές του αντρός! Δίνουν τη ένα χέρι κι οι γαμπροί της. Τα αγόρια ξαπλώνουν στη μουσάντρα και τα κορίτσια στον σουφά,κοντά στη τζιμιά. Τ’ αντρόυνο, στο παλκιό σιερένιο κρεβάτι στον πέρα τοίχο,που κει που το γυαλικό. Το πιο μικρόν τους κοιμάται κόμα στη κούνια και προσέχουν το οι αρφές του,όταν η μάνα κόφτει που τη μια δουλκειά στην άλντη! Το πιο μιάλο, το Κωστιό, δεκαπέντε χρονών, κούει τις αρμήνειες του πατέρα του και βοθά σε ούλντα και μες στο σπίτι και όξω ! Όταν έρκεται η ώρα της μουχούρτας*, ,μαέβκουνται στο σουφά .Μικροί μιάλοι βοθούν.Το να παντώχνει τ’ άλντο.Ετσά κάμνουν που το πρωί μέχρι το βράυ.Κούουν τα λόγια των γονιών τους και γαπούν τ’αδέρφια τους!
Η Μαριανθού, με το βρισκούμενο, καταφέρνει α γιμώνει τα σινιά!*
Το Στατί, εν υπάρχει δουλκειά που α μην την κάμνει. Ξενοδουλέβκει κιόλας. Σπέρνει τα χωράφκια του,μαέβκει τα σκάδκια του,τα λάδκια του,τ’ αμπέλι , γλέπει τα ζα του.Έχει δκυο γαδάρους,τρεις κατσίκες,μια αελκιά,κάμποσες πούλντες και μια λούγκρα. Φέτος εγέννησε πέντε κουσκούνια. Επούλησε τα τέσσερα και το να έφηκεν το για του «Χριστού» !
Νιώνουν* τα Χριστούγεννα. Η νουνά του Μαλωνιού εψούνισέ το κιόλας που τη χώρα ένα όμορφο πανταλόνι και α το φορέσει το βράυ του Χριστού στην εκκλησιά! Και τ’ άλτα παιδκιά α γκινιάξουν * πόηση* ή ρούχο γορασμένο που τους γονιούς ή τη νουνά τους,το νουνό,τον πάππου.τη μάμμη.
Τα παιδκιά περιμένουν τα Χριστούγεννα, α πουν τα κάλντα, α φάσι ξεροτήανα,μελομακάρουνα και κουραμπιέδες!
Σε κανά δκυο τρεις μέρες α σφάξουν το κουσκούνι τους,που μιάλωσε πιο,και α γιμώσει το σπίτι κριάς! Λαχταρούν τους τηανιτούς κουλουσαφάους* ,τα ψητά τσαπάπια* τους,τη μίλντα,*τους πατσάες τους και το λαρδί με τα λόπια! Τίποτε ε πάει χαμένο που το χοίρον τους!
μουχούρτα = πιατέλα με φαγητό για όλη την οικογένεια
νιώνουν = νιώθουν
πόηση = υπόδηση
σινί = στρογγυλό ξύλινο τραπέζι φαγητού, χωρίς πόδια.
μίλντα = τηγανιτό χοιρινό με πολύ λίπος. Τρώγονταν για πρωινό.
τσαπάπια = ψητά μαλακά κρέατα
γκινιάξουν = θα φορέσουν για πρώτη φορά
κουλουσαφάους = γεμιστά έντερα χοίρου
3 σχόλια:
επιστροφή στις μαχούρτες
Ο χοίρος των Χριστουγέννων αποτελούσε τη βάση του πιο χορταστικού τραπεζιού της χρονιάς.Για να το καταλάβουν οι νέοι,αναφέρω ότι η κατανάλωση κρέατος,για τη μέση οικογένεια,δεν ξεπερνούσε τις δυο φορές το μήνα κι αυτές από δικά μας οικόσιτα,συνήθως πουλερικά.
Προσθέτω άλλες δυο γευτικές αναμνήσεις ,το κεφαλόποο και την πηκτή!
Κώστα μην λέεις ντέντοια και θα κοψεις τη πελατία του χασαπιού του Φώττη
Δημοσίευση σχολίου