Από το αρχείο της εφημερίδας Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ
«Άθελα μας τις άγιες
τούτες μέρες, αναπολούμε τα παιδικά μας χρόνια και ζωντανεύουν μνήμες που
χάθηκαν στον ομιχλώδη ορίζοντα του παρελθόντος, στον κόσμο με τις συνήθειες του
που δεν υπάρχει πια. Αξίζει όμως να μνημονεύονται για να μαθαίνουν οι νεότεροι
τον τρόπο ζωής των προπαππούδων και να
γνωρίζουν έτσι κατά κάποιο τρόπο τις ρίζες τις δικές τους.
Η γιορτή του Πάσχα, όπως τώρα, έτσι και τότε ξεκίναγε από το
Σάββατο της Ανάστασης του Λαζάρου. Χαράματα της μέρας, ομάδες παιδιών με
στεφάνια στο κεφάλι, πλεγμένα μ’ αγριολούλουδα κυρίως αμαράγκους γύρναγαν από
σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας «Σήμερα έρχεται ο Χριστός……». Κι ενώ ένα παιδί
γονατιστό προσποιούμενο το Λάζαρο απάγγελλε, η οικοδέσποινα φιλοδωρούσε τα
υπόλοιπα με παραλείποντας να βάλει στο καλάθι τους το πατροπαράδοτο δώρο των
εορτών του Πάσχα τ’ αυγό.
Την Κυριακή των Βαΐων τα παιδιά συνόδευαν τον Ιερέα και με
βάγια στα χέρια στους δρόμους του χωριού έψαλλαν «Ωσαννά ευλογημένος ο
ερχόμενος…». Οι γυναίκες έπλαθαν κεριά με το γνήσιο κερί της μέλισσας για της
ανάγκες της οικογένειας τη Μεγαλοβδομάδα. Οι μητέρες έβαφαν τα αυγά με φύλλα
φυτών, αφού βαφές αυγών δεν υπήρχαν, κόκκινα με παπαρούνες, πράσινα με φύλλα
μυγδαλιάς και καφέ με φλούδες κρεμμυδιών. Οι νέες του χωριού καθάριζαν την
εκκλησία.
Από τη μεγάλη Δευτέρα και μετά τα παιδιά κουβαλούσαν
κουτσούρες στην αυλή της εκκλησίας για την καλαφούνα της Λαμπρής. Η μεταφορά
της κουτσούρας ήταν εργασία κουραστική και απαιτούσε χρόνο, υπομονή και δύναμη
γιατί λόγω του βάρους και της απόστασης και του ανώμαλου εδάφους τα παιδιά την
έδεναν και την τραβούσαν με σχοινιά πέντε και παραπάνω και μέχρι τον τελικό
προορισμό χρειαζόταν μια ή και περισσότερες μέρες. Μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη κάθε
είδους ασχολία και δραστηριότητα μικρών και μεγάλων έπρεπε να ολοκληρωθεί.
Οι γυναίκες είχαν ασπρίσει τα σπίτια, καθάρισαν τα χωματένια
δάπεδα της κατοικίας τους ζωγράφισαν ασβέντινα πλουμίδια κυρίως μισοφέγγαρα,
κρέμασαν στα κορφάδια της στέγης του σπιτιού τον κατσοννά στο μέρος της
μουσάντρας και με τη βοήθεια των παιδιών πέρασαν στ’ αδράχτια του τις αυγούλες
και τ’ ανεβατά κουλούρια. Αφού τη Μεγάλη Παρασκευή οι μαθητές του σχολείου
έλεγαν τα εγκώμια με τη βοήθεια των δασκάλων ακολουθούσε η έξοδος του επιταφίου
για την καθιερωμένη περιφορά. Στην αυλή της εκκλησίας ετελείτο τότε το μπατίκιασμα
του επιταφίου. Ήταν δηλαδή ένα είδος πλειοδοτικού διαγωνισμού. Το άτομο ή η
ομάδα που πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα εκτός από την ευλογία και την
προστασία του Επιταφίου σ’ αυτούς όλο το χρόνο είχε το ξεχωριστό προνόμιο να
σηκώσει στους ώμους τον Επιτάφιο κατά την περιφορά μέχρι το Νεκροταφείο και την
επαναφορά του στην εκκλησία.
Ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου ήταν όλα έτοιμα για το
γιορτασμό της επόμενης Λαμπρής μέρας. Η Εκκλησία στολιζόταν με άσπρες
χαρούμενες κορδέλες, οι πολυέλαιοι με λευκά κεριά (ηλεκτρισμός δεν υπήρχε) οι
γυναίκες άναβαν τους φούρνους τους, οι άντρες ετοίμαζαν το σφαχτό το λαμπριάτη,
τα παιδιά πηγαινοέρχονταν από σπίτι σε σπίτι να πάρουν την αυγούλα δώρο στα
βαπτιστικά των γονιών τους και οι αρραβωνιασμένες κοπέλες του χωριού να φέρουν
τον καθρέπτη με τα πολλά αυγά στο σπίτι της πεθεράς για να τον στολίσει εκείνη
με τη σειρά της στ’ αράψι του σουφά (Καθρέπτη έλεγαν ένα κέικ αρκετά μεγάλο σε
σχήμα κυκλικό με πολλά αυγά πάνω). Και σαν η καμπάνα του χωριού χαράματα
σήμαινε την Ανάσταση με το Χριστός Ανέστη τα παιδιά έτρεχαν στην καλαφούνα
έκαιγαν το Μάρτη τους (πλεξούδα κλωσμένη με άσπρη και κόκκινη κλωστή, μεταξωτή
κλωστή) ψελλίζοντας «κάψε καλαφούνα τον μάρτη μου να φάω την αυγούλα μου».
Έσπαγαν τ’ αυγό και το τρωγαν με βουλιμία. Τη Λαμπρή Δευτέρα ο εκκλησιασμός
έπρεπε να γίνει πριν το Ευαγγέλιο. Αλλιώς ο επίτροπος τοποθετούσε μπροστά στον
αργοπορήσαντα ένα μανουάλι με κερί αναμμένο που για να φύγει έριχνε τον οβολό
του στο παγκάρι.
Είναι παρήγορο πως οι νέες γενιές ξεθάβουν κάπου-κάπου τα
παλιά ετούτα έθιμα τα αναπαριστούν να βλέπουν και τα παιδιά για να μη ξεχάσουν
ολότελα τις ρίζες της γενιάς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου