Ο δάσκαλος Κυριάκος Βασιλάκης, θυμάται και γράφει πως γιορτάστηκε στις Καλυθιές η πρώτη αποκριά, μετά την φυγή των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών
Στη χρονιά του 1946, την πρώτη μεταπολεμική χρονιά, οι απόκριες γιορτάσθηκαν με ξεχωριστή ιδιαιτερότητα. Που να φαντασθεί κανείς, στα δυο προηγούμενα χρόνια να ντυθεί καμουζέλα, όταν η μπότα του Γερμανού καταχτητή κροτάλιζε στο λιθόστρωτα σοκάκια του χωριού μας.
Νωρίς ο κόσμος κλεινόταν στα σπίτια του, τυλιγμένος στο σκοτάδι με θεριό την πείνα να βασανίζει τα σωθικά του. Και αν κάποιος τολμούσε να βγει από το σπιτικό του, σίγουρα κατέληγε στο κομάντο πιασμένος από την περίπολο. Ήταν ευτυχής αν ξαναγύρναγε στο σπίτι του, αλλιώς κατέληγε σε κάποιο από εκείνα τα απαίσια γερμανικά στρατόπεδα με τα γνωστά σε όλους επακόλουθα.
Και τα χρόνια του πολέμου 40-43 με τους Ιταλούς δεν ήταν τελείως διαφορετικά. Κάποια διαφορά υπήρχε ωστόσο στη δεκαετία του 30. Τότε ο κόσμος ξεφάντωνε αποκριώνοντας σε συγγενικά σπίτια. Ιδιαίτερα την Τυρινή έστρωναν άσπρα σεντόνια στο δάπεδο των ευρύχωρων μονόχωρων σπιτιών τους και καθισμένοι σταυροπόδι συγγενείς και φίλοι απολάμβαναν τα γαλακτερά τυριά, γιαούρτια, ματσόγαλα, τραχανάδες και μέλια. Οι καμουζέλες μπαινόβγαιναν, χόρευαν ρυθμικά, ντυμένες νεράιδες, φαντάσματα με αυτοσχέδιες μουτσούνες (κρυμμένα τα πρόσωπά τους) και δέχονταν τα κεράσματα της νοικοκυράς.
Αίσθηση προκαλούσε η παρουσία του οβριού με τα βρώμικα ρούχα, τα γένια μ’ ένα μεγάλο δίσκο στο στήθος μ’ αρκετή στάχτη πάνω και το δεφτέρι γραμμένα τα βερεσέδια του νοικοκύρη. Αλίμονο σ’ αυτόν που δεν ξεπλήρωνε τις υποχρεώσεις του καθώς τις απαριθμούσε (και ήταν αστεία τα λεγόμενά του) γιατί αντί για πούδρα πασπαλιζόταν με στάχτη το πρόσωπό του. Δέος προκαλούσε η παρουσία Κοκκάλας. Ήταν ένα σκελετωμένο κεφάλι γαϊδάρου (αφθονούσαν στους Κολύμπους (περιοχή ανάμεσα στο νεκροταφείο και το γήπεδο καλυθιών) αφού ήταν το νεκροταφείο των ψόφιων ζώων), έντεχνα στερεωμένο σε ξυλοδοκό, με την κάτω σιαγόνα ελεύθερη να κινείται με τη βοήθεια σχοινιού, έτσι ώστε με το κλείσιμο των σιαγόνων να ακούγεται ξηρός μακάβριος κρότος, να τραβά τα σκουφώματα των γυναικών, να πετά τα φέσια των ανδρών και να σκορπά τ’ αραδιασμένα ζεστά ψωμιά στα σεντόνια προκαλώντας από τη μια τα γέλια των μεγάλων και το φόβο των μικρών παιδιών από την άλλη.
Τώρα, την πρώτη χρονιά, ύστερα από ‘κείνον τον απαίσιο παγκόσμιο πόλεμο με τα δεινά του νωπά χαραγμένα ακόμα στη μνήμη των χωριανών μας, έκδηλα ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους, αν και όχι τελείως λεύτεροι, αφού χρειάστηκαν άλλα δύο χρόνια ν’ απομακρυνθεί η κυριαρχία των Άγγλων και να υψωθεί η γαλανόλευκη στις 31 Μαρτίου 1947, δεν εμπόδισε τους νέους του χωριού μας να μετατρέψουν τις φρικτές σκηνές και τα ζοφερά βιώματά τους σε σκηνές γέλιου, χαράς και διασκέδασης.
Έτσι νωρίς το πρωί της Τυρινής Κυριακής του 1946 η πλατεία του χωριού, που ήταν μεγαλύτερη από τη σημερινή, με μόνο κτίσμα στη μέση το μαγαζί του Περίανδρου γέμισε κόσμο. Στην αυλή του καφενείου του Δημητράκη στήθηκε το στρατηγείο των Ιταλών και ξαναζωντάνεψε σκηνές της φασιστικής κατοχής. Στο καζάνι ετοιμαζόταν η Πασταχιούττα (εθνικό φαγητό των καταχτητών) και τα παιδιά με την γκαβέττα διεκδικούσαν το μερίδιό τους.
Οι τροβαδούροι με συνοδεία κιθάρας τραγουδούσαν νοσταλγικές μελωδίες της πατρίδας τους. Η ηγεσία των στρατιωτών φαντάρων που είχαν στρατοπεδεύσει στις παράγκες και των πυροβολητών στις πόρτες, που μυρμήγκια κατέλαβε και οχύρωσε τα υψώματα της περιφέρειας του χωριού μας, έστεκε βλοσυρή ακίνητη σε ψηλό βάθρο.
Ένας φρουρός σε στάση προσοχής βλέποντας τα παιδιά να τον χαιρετούν κατά το φασιστικό σύστημα (έκαναν χάζι), ανταπέδιδε τον χαιρετισμό παρουσιάζοντας όπλα. Κι ενώ συνέβαιναν όλα τούτα τα φαιδρά και ευτράπελα, ομάδα νεαρών ντυμένοι με γερμανικές στολές αιχμαλώτισε τους πρώην συμμάχους αλλάζοντας μονομιάς το σκηνικό.
Ακολούθησαν καταναγκαστικά έργα με θύματα φυλακισμένους σαν εκείνους τους δύσμοιρους που ήταν κλεισμένοι στα λαούμια του γκρεμού, σκελετωμένοι από την πείνα, εξαντλημένοι από τις κακουχίες μ΄ ένα κάνιστρο στον ώμο γεμάτο νερό και ενώ προσπαθούσαν να κορέσουν την πείνα τους αρπάζοντας κάποια λεμονόκουπα από το έδαφος, έπεφταν νεκροί από τις ριπές του οπλοπολυβόλου του άκαρδου φρουρού, σκηνές που τις βλέπαμε στην πραγματικότητα ένα χρόνο μπροστά. Κι άλλες μακάβριες σκηνές.
Αιχμάλωτοι πεινασμένοι στρατιώτες εκλιπαρούσαν ένα κομμάτι ψωμί. Επιστρατευμένοι νεαροί σε καταναγκαστικά έσκαβαν το έδαφος και τοποθετούσαν νάρκες δήθεν να εμποδίσουν την απόβαση των συμμαχικών απελευθερωτικών δυνάμεων.
Το τέλος των θλιβερών τούτων δρώμενων ήταν η απελευθέρωση του τόπου που ανάλαβε ομάδα ντυμένοι τσολιάδες, με οδηγό τον Μανόλη Σπανό και βοηθούς τους Παγωνάκη Μιχάλη και Κιόττο Μανόλη, εθελοντές Ιερολοχίτες που υποτίθεται ότι έμαθαν την τέχνη του πολέμου. Αστραπιαία υψώθηκε η γαλανόλευκη με τις ιαχές και της ζητωκραυγές των χωριανών μας. Οι αξέχαστοι Σάββας Φλεβάρης βιολιστής, Βαγιανός Κυριάκος με το κλαρίνο του, ο Σάββας Σαββάκης με το σαντούρι κι άλλοι οργανοπαίχτες του χωριού αμέσως μετά έπαιζαν δημοτικούς χορούς και τραγούδια και ο κόσμος το ‘ριξε στο γλέντι ως αργά το βράδυ. Για εμάς τους μεγάλους που ζήσαμε τη μαύρη σκλαβιά, γνωρίσαμε τη βία του πολέμου και χαρήκαμε τη λευτεριά, εκείνη η αποκριά, η πρώτη μετά τον πόλεμο αποκριά, η πρώτη ελεύθερη, έμεινε και θα μείνει αξέχαστη στο μυαλό μας!!!!
(φωτογραφία από παλιές απόκριες σε χωριό της Ελλάδας)
1 σχόλιο:
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑ ΜΠΡΑΒΟ ΤΑΣΟ
Δημοσίευση σχολίου